στριμώχνω

στριμώχνω
1) aboiement
2) coincer

Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Regardez d'autres dictionnaires:

  • στριμώχνω — στριμώχνω, στρίμωξα βλ. πίν. 29 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • στριμώχνω — Ν βλ. στρυμώχνω …   Dictionary of Greek

  • κατειλώ — κατειλῶ, έω και κατείλλω και κατίλλω (Α) 1. μαζεύω σε στενό χώρο, συμπιέζω, περιορίζω, στριμώχνω («κατειλήθησαν ἐς Διὸς στρατίου ἱρόν», Ηρόδ.) 2. περιτυλίγω («ταινίαις κατειλημένος τὴν κεφαλήν», Λουκιαν.) 3. διπλώνω, συμπτύσσω 4. παθ. επιγρ.… …   Dictionary of Greek

  • ανειλώ — ἀνειλῶ ( έω) (Α) Ι. ενεργ. 1. ξεδιπλώνω, ανοίγω 2. περιτυλίγω, στριμώχνω II. μέσ. 1. συνωθούμαι, συναθροίζομαι 2. περιορίζομαι, στενοχωρούμαι 3. (για γλώσσα) συμμαζεύομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν(α) * + ειλώ ( έω) «συνωθώ, συγκεντρώνω, τυλίγω». ΠΑΡ. αρχ …   Dictionary of Greek

  • απίλλω — ἀπίλλω (Α) αποκλείω, εμποδίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < απ(ο) * + ίλλω, παράλλ. τ. του ειλέω (Ι) «στριμώχνω, εγκλείω, εμποδίζω»] …   Dictionary of Greek

  • κωλοστριμούρα — η κωλοσφιξούρα*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κωλο + θ. στριμ (τού στριμώχνω) + ούρα (πρβλ. κωλο σφιξ ούρα)] …   Dictionary of Greek

  • μαγγώνω — και μαγκώνω 1. συσφίγγω, συμπιέζω κάτι δυνατά, συνθλίβω («η μηχανή μού μάγγωσε τα δάχτυλα») 2. συλλαμβάνω, πιάνω («δύο μέρες κυνηγούσαν τον κλέφτη, αλλά στο τέλος τόν μάγγωσαν») 3. φέρνω κάποιον σε αδιέξοδο, τόν πιέζω, τόν στριμώχνω 4. (για… …   Dictionary of Greek

  • μαγκώνω — μάγκωσα, μαγκώθηκα, μαγκωμένος 1. πιέζω δυνατά κάτι, συσφίγγω: Μάγκωσα το δάχτυλό μου στο συρτάρι. 2. στριμώχνω, φέρνω κάποιον σε δύσκολη θέση: Μαγκώθηκε όταν του ζήτησα να μου πει την αλήθεια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • στοιβάζω — στοίβαξα, στοιβάχτηκα, στοιβαγμένος 1. συσσωρεύω, κάνω στοίβα: Στοίβαξαν καρέκλες σε μιαν άκρη. 2. στριμώχνω: Στοίβαξε όλα τα ρούχα μέσα στο μπαούλο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • στριμώνω — και στριμώχνω στρίμωξα, στριμώχτηκα, στριμωγμένος 1. συνωθώ, συμπιέζω: Μας στρίμωξαν σε μια μικρή αίθουσα. 2. φέρνω σε δύσκολη θέση: Με στρίμωξε για τα καλά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”